-
1 φεουδαρχικός
η, ό[ν] феодальный -
2 φεουδαρχικός
[фэудархикос]εκ. феодальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φεουδαρχικός
-
3 φεουδαρχικός
[фэудархикос] επ феодальный. -
4 феодальный
-
5 феодальный
επ.φεουδαρχικός, φεουδαλικός•феодальный замок φεουδαρχικός πύργος•
-ое право φε-ουδαρδικό δίκαιο•
феодальный строй φεουδαρχικό καθεστώς•
-ая монархия φεουδαρχική μοναρχία.
-
6 крепостной
крепостн||о́й Iприл τοῦ φρουρίου, τοῦ κάστρου:\крепостнойа́я стена τό τείχος τοῦ φρουρίου.крепостн||о́й IIприл δουλοπάροικος, τής δουλοπαροικίας, φεουδαρχικός \крепостной труд ἡ δουλειά του δουλοπάροικου· \крепостнойое право ἡ δουλοπαροικία·2. λ. ὁ δουλοπάροικος. -
7 феодальный
феодал||ьныйприл φεουδαρχικός:\феодальныйьный строй τό φεουδαρχικό σύστημα. -
8 κατακερματισμός
ο1) дробление, раздробление; 2) раздробленность;ο φεουδαρχικός κατακερματισμός — феодальная раздробленность
-
9 φεουδαλικός
η, ό[ν] см. φεουδαρχικός -
10 feudal
['fju:dl](of the system by which people gave certain services eg military support to a more powerful man in return for lands, protection etc.) φεουδαρχικός -
11 феодальный
[φιαντάλ'νυϊ] εκ. φεουδαρχικός -
12 феодальный
[φιαντάλ'νυϊ] επ φεουδαρχικός -
13 поместный
επ.κτηματικός, τσιφλικάδικος, φεουδαρχικός, τιμαριακός.ουσ. κτηματίας, τσιφλικάς, φεουδάρχης, τιμαριούχος. -
14 помещичий
-ья, -ьеεπ.τσιφλι,κάδικος, φεουδαρχικός, τιμαριωτικός.
См. также в других словарях:
φεουδαρχικός — ή, ό, Ν [φεουδάρχης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη 2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός. επίρρ... φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν κατά το φεουδαρχικό σύστημα … Dictionary of Greek
φεουδαρχικός — ή, ό επίρρ. ά βλ. φεουδαλικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
φεουδαλικός — ή, ό, Ν φεουδαρχικός. επίρρ... φεουδαλικώς και φεουδαλικά Ν κατά το φεουδαλικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feodal, αγγλ. feudal < μτγν. λατ. feodalis / feudalis < feodum / feudum (βλ. λ. φέουδο). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γερ.… … Dictionary of Greek
Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
φεουδαλικός — φεουδαλικός, ή, ό και φεουδαρχικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φέουδο ή το φεουδάρχη ή το φεουδαλισμό, ο τιμαριωτικός: Φεουδαλικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)